εἰρηνικῶν

εἰρηνικῶν
εἰρηνικός
of
fem gen pl
εἰρηνικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • SYNAPTA — Graece Συναπτὴ, preces dicuntur, quae in Graecorum Missa pro salute Patriarchae, et Imperatoris olim recitaris solebant, Dominic. Macer in Hierloex. Sic autem dictae sunt, quod variae precationum formulae connecterentur et simul a Diacono… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

  • αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… …   Dictionary of Greek

  • συνέρχομαι — ΝΜΑ συγκεντρώνομαι, έρχομαι μαζί με άλλους στον ίδιο χώρο για συνεργασία, σύσκεψη, τέλεση εορτής (α. «συνέρχεται η βουλή, η επιτροπή, το συμβούλιο κρίσεων κ.λπ.» β. «ἐὰν συνέλθῃ ἡ ἐκκλησία», ΚΔ γ. «συνέρχεσθαι τοὺς συνέδρους», επιγρ. δ. «ἄν ἐς… …   Dictionary of Greek

  • Ανάν, Κόφι — (Kofi Atta Annan, Κουμάζι, Γκάνα 1938 –). Γκανέζος οικονομολόγος, γενικός γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Σπούδασε πρώτα στο πανεπιστήμιο Επιστημών και Τεχνολογίας του Κουμάζι, συνέχισε στα οικονομικά, στο Μακάλιστερ Κόλετζ Σεν Πολ της… …   Dictionary of Greek

  • γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… …   Dictionary of Greek

  • Δημάδης — (380; – 319 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός. Ήταν αντίπαλος του Δημοσθένη. Αιχμαλωτίστηκε στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.) και απελευθερώθηκε από τον Φίλιππο τον Μακεδόνα, για να αναλάβει μεσολαβητής των ειρηνικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθηναίων… …   Dictionary of Greek

  • ΙΡΑ — (αγγλ. Irish Republican Army, ιρλανδ. Οglaigh na Éireann = Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός). Ιρλανδική εθνικιστική παραστρατιωτική οργάνωση. Ιδρύθηκε το 1919, όταν ψηφίστηκε ο νόμος περί Κυβερνήσεως της Ιρλανδίας. Σύμφωνα με αυτόν, η περιοχή του… …   Dictionary of Greek

  • Κουιρίνος — (Quirinus). Ρωμαϊκή θεότητα η οποία, μαζί με τον Δία και τον Άρη, αποτελεί την αρχαιότερη τριάδα της ρωμαϊκής δημόσιας λατρείας. Ιδιαίτερος ιερέας του ήταν ο Κουιρινάλιος, ένας από τους τρεις μεγαλύτερους Φλαμίνιους. Μερικοί συγγραφείς θεωρούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”